εύβολος

εύβολος
εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὔβολος — throwing luckily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβολώτερον — εὔβολος throwing luckily masc acc comp sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc comp sg εὔβολος throwing luckily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔβολον — εὔβολος throwing luckily masc/fem acc sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβολωτάτου — εὔβολος throwing luckily masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβολώτατος — εὔβολος throwing luckily masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔβολοι — εὔβολος throwing luckily masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] …   Dictionary of Greek

  • βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”